Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

"Επικοινωνία" / Πενταράς Νίκος

Τα δάχτυλα που χαϊδεύουν απαλά
απόψε της κιθάρας τις χορδές
και τη φθινοπωριάτικη βραδιά
γιομίζουν με χαρούμενες αγάπης μελωδίες
είναι γιατί τα λόγια σου σαν φωταψία
πήγαν και δώσανε ζωή
στα φύλλα τα νεκρά.
Είναι γιατί τα χείλη σου σαν βάλσαμο
αγγίξαν και ξυπνήσανε
τα ναρκωμένα κρίνα.
Η μουσική π’ απόψε αντιλαλεί
στο παγωμένο μέχρι τώρα σπίτι της σιωπής
και τη θλιμμένη μου ψυχή
γιομίζει με χαρούμενες αγάπης μελωδίες
είναι για τη χαρμόσυνη
την ιερή στιγμή της ε π ι κ ο ι ν ω ν ί α ς.



 - (Aπό την ποιητική  συλλογή "H ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ", 1988)

2ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ, ες γην εναλίαν Κύπρον


Το Ιδεόγραμμα 
διοργανώνει το 2ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ, ες γην εναλίαν Κύπρον, 
προσκαλώντας ποιητές, πεζογράφους, μεταφραστές, μουσικούς καθώς και βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους, 
να συμμετάσχουν σε ένα 3ήμερο πολιτισμικής συνύπαρξης. 
Το Φεστιβάλ, δίνει πρόσβαση στη σύγχρονη συγγραφή υπερασπίζοντας ταυτόχρονα και την κλασσική κληρονομιά της Λογοτεχνίας.
Με ένα κοινό στόχο την επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση, επιδιωκόμενο είναι η διαδραστική συμμετοχή, φέρνοντας κοντά τη γραφή-ανάγνωση με το κοινό-ακροατή. 

25 Συγγραφείς από 13 χώρες σε ένα λογοτεχνικό τριήμερο...
Ελλάδα, Σουηδία, Δανία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Φιλανδία, Ιρλανδία, Ισραήλ, Νορβηγία, ΗΠΑ/Παλεστίνη, Νιγηρία και Κύπρος...
2ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ, ες γην εναλίαν Κύπρον 
30, 31 Οκτωβρίου, 1η Νοεμβρίου 2015 – Λευκωσία, Πλάτρες

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

[Κανονικά...]

Κανονικά, δεν πρέπει
να΄χω και παράπονο
-έτσι θα΄λεγε κι ο ποιητής-
Μου χάρισες τόσα σύννεφα
να΄χω να περιδιαβαίνω…
Εύα Νεοκλέους, Σημάδια για το δρόμο

ΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ Modus Vivendi (ΚΡΙΤΙΚΗ)

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙO  ΓΙΑ ΤΟ      MODUS VIVENDI
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ  «ΑΛΗΘΕΙΑ»   Τρίτη, 22 Σεπτεμβρίου, 2015    Λευκωσίια
ΡΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ
Modus Vivendi



Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ


Εάν ποίηση είναι εκείνο το ανάλαφρο, και δροσερό, μούδιασμα στη σπονδυλική στήλη της νοσταλγίας. Εάν ποίηση είναι εκείνη η ντροπαλή αύρα που, σε ανύποπτες
ώρες, μας τυλίγει θωπευτικά. Εάν ποίηση είναι εκείνο το άστρο που φέγγει,
θαρρείς, μόνο για εμάς. Εάν ποίηση είναι εκείνη η μεμβράνη επάνω στην οποία ισορροπούν τα συναισθήματα των ανθρώπων ή, καμιά φορά, πέφτουν και γίνονται φύλλα του φθινοπώρου. Εάν ποίηση είναι εκείνη η αξιοπρεπής
στάση που οφείλουμε να κρατάμε, σε χαρές και σε λύπες, σε ευτυχίες και σε δυστυχίες. Εάν ποίηση είναι εκείνος ο μελωδικός θρήνος! που αναδύεται
από τα σπλάχνα της Ιστορίας. Εάν ποίηση είναι εκείνο το φιλί που κο-
λυμπάει ανέμελα στο μέλι της κυψέλης. Εάν ποίηση είναι εκείνο το σμάριτων χρωματιστών πουλιών που, στις φτερούγες τους, φωλιάζουν οι υπαρξιακές
μας αγωνίες. Εάν ποίηση είναι εκείνη η λυρική ματιά πίσω από τις κορνίζες και τα κάδρα, πίσω από τις τυπολατρικές επισημότητες και τις κοινότοπες κολακείες, τότε η συλλογή της Ρούλας Ιωαννίδου-Σταύρου, την οποία μόλις έχω διαβάσει, αποτελεί κάλλιστο και εμβληματικό δείγμα γραφής. Δεν ανήκω στους κριτικούς ποίησης, και ίσως- ίσως ούτε καν στους κριτικούς. Με κατευθύνει, όμως, η συναισθηματική μου αντίληψη και, τούτης δοθείσης, τα ποιήματα της Ρούλας Ιωαννίδου- Σταύρου αποτελούν λιμάνια όπου καταφεύγουν ακυβέρνητα πλοία που είτε έχασαν τον προσανατολισμό τους, είτε δάμασαν άγρια κύματα είτε, τέλος, έκλεψαν το ραβδί της Κίρκης καθώς μεθούσε με το κρασί της υπεροψίας της. Από κανένα ποίημα της συλλογής δεν απουσιάζει η τρυφερότητα και, σε δεύτερη ανάγνωση, ο πόνος, αλλά επιτρέψτε μου να ομολογήσω ότι η ενότητα «Πέντε ποιητικές σπουδές για
τη Δευτέρα Παρουσία» έχει κολλήσει, ήδη, σαν στάμπα, στα τοιχώματα της
ψυχής μου: «Άραγε, θα σας αναγνωρίσω;/Άραγε, εσείς θα με αναγνωρίσετε;/Κι αν δεν σας βρω;/Κι αν δεν μπορέσω/να σας πω εκείνο το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια σας  χρωστω; χρωστώ;/Εκείνο το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια το κρατώ, πατέρα/και το προσέχω από ήλιο και βροχή, μητέρα/από άνεμο και καταιγίδες, γονείς μου αγαπημένοι/αν δεν σας βρω;/Τώρα που φτάσαμε ως εδώ/να μην μπορέσω να το πω;/Αυτό το «Ευχαριστώ»/που τόσα χρόνια/σας χρωστώ!»
*Κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Literatura

et Artes. Σελίδες: 71



ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όσοι ενδιαφέρονται για το βιβλίο μπορούν
να επικοινωνήσουν με τη ποιήτρια  στο email: roulastav@gmail.com Δεν διατίθεται στα βιβλιοπωλεία

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

“Ονήσιλος” / Μηχανικός Παντελής



Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο

ολοζώντανος.

 

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:

ένα καύκαλο

―το δικό του κρανίο―

γεμάτο μέλισσες.

 

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

να μας κεντρίσουν

να μας ξυπνήσουν

να μας φέρουν ένα μήνυμα.

 

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

 

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

έφτασε στη Σαλαμίνα

φρύαξε ο Ονήσιλος.

Άλλο δεν άντεξε.

Άρπαξε το καύκαλό του

και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

 

Κ’ έγυρα νεκρός.

Άδοξος, άθλιος,

καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.
 

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Παραμάσχαλα....


Κίνησα για το μαχαλά των κολασμένων
ελπίδες να μοιράσω και κουράγια...
Μα ώ τι θεία αποκάλυψη εμπρός μου!
αλαφροϊσκιωτους λευτερωμένους
βρήκα να χορεύουν
την πίκρα άλικο κρασί να πίνουν
και να βλογάνε το καψαλισμένο ξεροκόμματο
στην πυρωμένη θράκα της ελπίδας
Έμεινα εκεί εκστατικός, δειλά να τους κοιτώ
και να φουντώνει μέσα μου ένα κύμα,
συγκίνηση, αγαλλίαση κατά πώς θέλεις πές το,
θωρώντας πώς ρουφούσαν τη ζωή,
τον κάματο πώς σφίγγανε στη φούχτα
στριφτό τσιγάρο να τον φτιάνουνε
και να το φτύνουν σαν φτηνό πικρό καπνό...
Κι όπως κανείς τους δεν με πρόσεξε
φεύγοντας πήρα παραμάσχαλα δυο τρία όνειρα
έτσι για να μου βρίσκονται....
Λευτέρης Ελευθερίου
Αθήνα Φεβράρης 2015

[Ξαπλωμένος σ’ ένα στρώμα από καλάμια...] / Λαμπής Γιάννος

Ξαπλωμένος σ’ ένα στρώμα από καλάμια. Πύρινες γλώσσες έχουν ζώσει το δωμάτιο. Ακούω τα δόντια της φωτιάς π’ ολοένα πλησιάζουν. Γέμισε καπνούς αλλά ούτε να βήξω δεν μπορώ αφού μια λωρίδα από δέρμα λευκής κατσίκας μου έχει σφραγίσει το στόμα. Κρυώνω. Φοβάμαι. Θέλω να τρέξω μακριά αλλά μου έχουν δέσει πόδια και χέρια με καλώδια και διάφανους σωλήνες πλαστικούς. Σε κάθε μου προσπάθεια να φωνάξω γεμίζουν τα στήθη μου καπνούς . Δεν είμαι σίγουρος αν τον καταπίνω ή με καταπίνει. Δεν έχει και καμιά σημασία. Αιωρούμαι για λίγο και συνουσιάζομαι μαζί του πάνω από το σώμα μου. Διαλύομαι μαζί του και ανεβαίνω νωχελικά μέχρι τα δοκάρια της οροφής. Ζεσταίνομαι. Η φωτιά έχει ζώσει το σάπιο κορμί μου. Γέμισε τρύπες. Μεγάλες και στρογγυλές που μπαινοβγαίνει ο βρώμικος καπνός. Συρρικνώνουμε και γίνομαι ένας κόκκος αιθάλης. Δεν πονώ πλέον. Έχουν φύγει από τη κάμαρα όλα τα τρωκτικά και από το κορμί μου οι κοριοί και τα σκουλήκια. Δεν μου έμεινε κανείς. Στην αυλή μου μαζεύτηκε κόσμος. Δεν κάνει να χάσουν τη στιγμή. Μιλούν χαμηλόφωνα και κουνούν τα κεφάλια. Μπαίνω στο καμένο μου κορμί και στέκομαι στο παραθύρι. Τους χαιρετώ και φεύγουν τρομαγμένοι, σκυθρωποί. Πάλι μόνος. Βγαίνω στο κήπο και ουρώ. Διώχνω τη δική τους οσμή. Γίνομαι σπόρος και βυθίζομαι στη γη.

Ρόγχος θανάτου / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου


Ρόγχος θανάτου στα μαλλιά σου
που κοιμούνται ολάσπρα στο ολάσπρο μαξιλάρι
στα μάτια σου που αργοσφαλνούν
ήλιος που πάει να δύσει το βλέμμα σου.
Ρογχος θανάτου στην ανάσα σου που αργοπαλεύει
ανάμεσα στα χείλη που κλείσαν το τραγούδι
που με νανούρισε.
Μάνα της σαρωτικής αγάπης
του πόνου μάνα, η όποια μάνα, μάνα μου.
Όπως η νύχτα πέφτει, πέφτεις και σε χάνω
και δεν μπορώ πια να σε φωνάζω μάνα
κι η λέξη μόνο σημείο αναφοράς μένει στο στόμα μου.
Παράπονο κρυφό της νύχτας που αργοπορεί
στα φώτα των αντίκρυ δρόμων
παράπονο τώρα που οι δυο μας μείναμε
εσύ πως να κοιμάσαι μοιάζεις ήσυχη
κι εγώ πως να γράφω μοιάζω στίχους.
Σιωπή θανάτου
στα φώτα που λογόστεψαν στους γύρω δρόμους
από μακρυά γαυγίσματα σκυλιών
να μαστιγώνουν τη σιωπή
κι ανάρια βουητά αυτοκινήτων που μακραίνουν
καθώς κι εσύ μακραίνεις και περνάς

ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ / Πενταράς Νίκος



Χιλιάδες χρόνια πάλευε 
με τη φωτιά, τ’ ατσάλι
και την καταιγίδα
για μια ταυτότητα.

Την ώρα την καλή
την ώρα τη χρυσή
και την ευλογημένη
ραγίσαν οι καμπάνες
ανάψαν τα βιολιά και τα λαγούτα.
Η θάλασσα γαλήνια πια της γλυκοτραγουδουσε:
«Σήμερα αλλάσει ο ουρανός
σήμερα αλλάσει η μέρα ... »
Ο χέρσος κάμπος
το δάσος το καμένο
και το γυμνό βουνό
πήγαν και την συγχάρηκαν.
Το περιστέρι σκυθρωπό
στο χάρτινο του θρόνο
τα παρακολουθούσε
κουνούσε το κεφάλι
και μονολογούσε:
«Παρά. κτήμα πουλημένο
κάλλιον κτήμα ξειλημμένο .... »
(από την ποιητική συλλογή «Η ΤΡΙΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ», 1988)

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΩΡΑΙΟ ΕΙΝΑΙ ..... / Πιλλάς Αντώνης

Ωραίο είναι να ονειρεύεσαι 
για την ευτυχία όλου του κόσμου.

Ωραίο είναι να σου γελούν δυο μάτια παιδικά.

Ωραίο είναι να πετάς ψηλά σαν αετός και ήλιο να στάζουν 
οι φτερούγες σου. 

Ωραίο είναι να παίρνεις το ζεστό ψωμί από τα κουρασμένα χέρια 
της μητέρας

Ωραίο είναι να μοιράζεις το ψωμί και το νερό με τους 
φτωχούς διαβάτες και τους αιχμαλώτους 

Ωραίο είναι να σταυρώνεις το ψωμί στο φτωχικό τραπέζι 
της φαμίλιας.

Ωραίο είναι να φιλάς ενός μικρού πουλιού το πουπουλένιο 
στήθος. 

Ωραίο είναι να βάζεις γκολ το τελευταίο λεπτό του αγώνα 

Ωραίο ν΄  ανάβεις το τζάκι σου με τα σπιθίματα των 
πρώτων άστρων.

Ωραίο είναι αν ζεσταίνεις τη χούφτα σου ένα μικρό 
πουλάκι του χειμώνα. 

Ωραίο είναι να κοιτάζεις το φεγγάρι σαν ένα χρυσό χαλί κάτω 
απ΄ τα πόδια της Παναγίας.

Ωραίο είναι να χαίρεσαι με τη χαρά των αδελφών σου και 
να λυπάσαι με τη λύπη τους. 

Ωραίο είναι.....




Ποιητική Συλλογή: Τραγούδια της χαράς κι άλλα ποιήματα (Ακτή, Λευκωσία 2014) 

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ποιήματα για την Κύπρο (γράφτηκαν από μαθητές Δημοτικού Σχολείου της Πάφου)

Η γλυκιά μας η πατρίδα 
είναι σαν μια κουκίδα. 
Το δυνατό το αγέρι 
τη λευτεριά θα φέρει. 
Κύπρος είσαι ένα νησί μικρό 
μα σε αγαπώ! 
Αχ, καημένη μου πατρίδα 
από τους Τούρκους είσαι σκλαβωμένη 
σαν ένα αιχμαλωτισμένο περιστέρι. 



Κυριακή Μιχαήλ

***


Κύπρος μου αγαπημένη 
πατρίδα σκλαβωμένη. 
Νησί γλυκό, νησί πικρό νησί βασανισμένο. 
Κοίτα με τώρα μεγαλώνω 
και αύριο σε ελευθερώνω. 

Κωνσταντίνος Γιαλλούρης


***

Έχω μια μικρή πατρίδα 
που μοιάζει σαν κουκίδα. 
Είδαμε του Πενταδακτύλου 
το βουνό να στέκεται εκεί μοναχό. 
Είδα ένα αστέρι 
που έμοιαζε σαν περιστέρι. 
Είδα μια γλυκιά πατρίδα που ήταν σκλαβωμένη. 

Νάνσυ Χρυσοστόμου 

***

Έχω μια μικρή πατρίδα 
και στη μέση σαν κουκίδα. 
Τη σκλαβιά μισάω 
την ειρήνη αποζητάω. 


Αναστασία Παπαδοβασιλάκη 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ο αρχιτσέλιγγας του Στέλιου Παπαντωνίου



Είναι κάτι ταινίες τώρα τελευταία στην τηλεόραση πολύ βουκολικές, πολύ του αρνιού, των βοσκών και των βοσκότοπων, ένας μεγάλος κτηνοτρόφος μεταφέρει τα αρνιά του από τον ένα στον άλλο βοσκότοπο, πράσινο πολύ να χορτάσουν ή θέσεις κυβερνητικές ν’ αρμέξουν-αν είναι αρχηγός κόμματος - γιατί ένας είναι ο μεγάλος τσέλιγγας σήμερα στην Κύπρο, ο αρχηγός του ΔΗΚΟ, που αποφασίζει και διατάζει ποιον θα ψηφίσουμε, όχι να εκλέξουμε, γιατί αυτός εκλέγει για μας πριν από μας, πήρε κι έφερε το ποίμνιο, περιστρέφοντας το χώρο του κέντρου, άνω κάτω τον έκανε, μέχρι διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία τον όρκισε να επιζητεί για λύση του προβλήματος, τον ζάλισε τον κεντρώο με τα τέσσερα ζάλα του, ούτε πεντοζάλη να χόρευε, τόσο που έμειναν πολλοί μ’ ανοιχτό το φαφούτικο στόμα, χάσκοντας, χάσμα μέγα και κατάμαυρο, τι κάνει αυτό το παιδί, από το ένα στο άλλο μαντρί μας περιστρέφει, για ποιμνιοστάσια μόνο μιλά και για αλόγατα, έτσι τα καταλαβαίνει τα πολιτικά, κτηνοτροφία ένα πράμα, αυτή είναι γι’ αυτόν η δημοκρατία, η του αρχιτσέλιγγα αρχή, και δεύτερος άντρας σ’ αυτή τη νήσο δεν υπάρχει, μας τους πάτησε το τρένο κι από κείνους που περιμέναμε… χάθηκαν αύτανδροι.
Αποφάσισε λοιπόν ο ένας και μόνος καουμπόυς, ο αιπόλος και βουκόλος, ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα αρνιά, τα κριάρια, τα βόδια, όλα τα χοιροειδή, το θεωρεί βέβαιο πως θα ακολουθήσουν το πρόσταγμα του μεγάλου αρχιποίμενα- πώς καταντήσαμε λοχία, να μας κοροϊδεύουν μέρα μεσημέρι- σκίστε τα πτυχία, τα δοκτοράτα και τα μαστορικά, μη σκέφτεστε, έλεγαν πάντα οι μεγάλοι ηγέτες, εγώ σκέφτομαι για σάς, κι αϊ γονατίστε μπροστά στην πολιτική ιδιοφυία του αιώνα, «αυτός έφα», αντίρρηση δεν νοείται, αν ανοίξετε στόμα, θ’ ακούσετε μακαρονάδες, να πνιγείτε στην τραχανόσουπα. «Άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύτροπον», γιατί πιο πολύτροπος από το Μάριο κανείς, μας παίρνει στη βρύση κι άποτους μας φέρνει, όπως με τους μεγάλους κύκλους των συνομιλιών του τέως κεντρώου λεγόμενου και νυν σβησμένου χώρου, ελέω μεγάλου ποιμνιοτρόφου, που μάλιστα απειλεί πως και τα δυο συμπαθητικά κουταβάκια του κεντρώου εκεί θα καταλήξουν, Αναστασιάδη μεριά, αφού αυτός ηγείται του μεσοκέρατος, ως έχων το μεγαλύτερο των μικρών- όποιο μυρμήγκι ο Θεός θέλει να τιμωρήσει, του δίνει φτερά.
Η αριστερά, σου λέει ο αρχιτσόμπανος, χαμένη από χέρι, χειρότερη χοίρου η διακυβέρνησή της, θα μείνει στην ιστορία μας κατάμαυρη, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, άσχετο αν μαζί τα’ τρωγαν τόσον καιρό, κατά που λέει κι ο γνωστός μας, τώρα έγιναν οι τιμητές κι οι δημόσιοι κατήγοροι, αφού το ποίμνιό μας ερεθίζεται δερματικά στο άκουσμα της αριστεράς, ας το παίξουμε δεξιά, καιρό έχουμε να δείξουμε και το δεξί μας προγούλι, κι από κει κερδισμένοι θα βγούμε, κόμμα εξουσίας που είμαστε, κοινώς λεγόμενα τσιβίκια ή κολαούζοι.
Καλείται λοιπόν από τον αρχιβλαχοτσόμπανο του ΔΗΚΟ ο κυπριακός ελληνισμός να ψηφίσει τον άνθρωπο που έλεγε «Ναι», την ώρα που η πλειονότητα έλεγε «Όχι» στο δημοψήφισμα, τον άνθρωπο που έσπευσε να συναντήσει τον Ερτογάν να του υποβάλει τα σέβη του, τον άνθρωπο που κατάγγελλε διεθνώς τον μακαριστό Τάσσο Παπαδόπουλο για τη σθεναρή κι αντρίκεια στάση του έναντι του μέλλοντος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού ελληνισμού, τον άνθρωπο που είπε σε τελευταία ανάλυση «ναι» στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας- και όχι μόνο- και που οραματίζεται αύριο να ορκίζεται πίστη στο σύνταγμα και διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητάς της. Θεός φυλάξοι! Ο αρχιτσέλιγγας στο μεταξύ αναφωνεί: Όσοι αμνοερίφια προσέλθετε! Ουδείς κίνδυνος από τους επικίνδυνους, προπάντων τώρα που είναι δύο!

ΜΠΟΥΜΕΡΑΝΚ


Εσού που μπαίννεις στην κλεψιάν, να πιάσεις για να ζήσεις,
τζιαι με τους κόπους τ’αλλουνού, θα φάς τζιαι θα γλεντήσεις,
στο τέλος κάπου θα πιαστείς, τζιαι θα λογοδοτήσεις.
Τζιαι σου που είσαι καυκατζιής, τζιαι που τα καταφέρνεις,
να μπλέκεσαι μες τον καφκάν, τα πλάσματα να δέρνεις,
τζιαι σούνι ότι έσπειρες, πίσω στο τέλος παίρνεις.
Πάλε εάν ο σατανάς πει σου ν’ αποφασίσεις,
να κάμεις φόνον τζιαι ζωήν, πλασμάτου να στερήσεις,
η συντροφκιά σου θαν ο φος, όσον τζιαιρόν θα ζήσεις.
Θα τρέμεις φίλους του νεκρού, μπροστά σου μεν τζιαι φκούσιν,
μιαν νύχταν μες τα σκοτεινά, τζιαι με θυμόν σου πούσιν,
πως θα σου πάρουν τη ζωήν, για να εκδικηθούσιν.
Αν είσαι πάλε άνθρωπος, πουθ θέλεις τα παιδκιά σου,
τζι’εν τα λυπάται τίποτε, η άπονη καρκιά σου,
εν θάσιεις πλάσμαν να σε δει, μετά στα γεραδκιά σου.
Για τούτον τα μηνήματα, που τουν τους στίχους πιάσε,
τζι’ όπου τζι’αν είσαι πας την γην, όπου τζι’ αν τύχει νάσαι,
μακρά από το άδικον, τζιαι πάντα να θυμάσαι.
Τα έργα μας που κάμνουσιν, πλάσματα να πονούσιν,
να ξέρουμεν σαν μπούμερανκ, ούλα εν να στραφούσιν,
αλύπητα τζιαι άπονα, πάνω μας να χτυπούσιν.
Χαμπής Αχνιώτης

ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΩΤΑ


΄Ενα κομμάτι έρωτα
Αφημένο στο τραπέζι με το σπασμένο πόδι
Με μισές δαγκωματιές κάτω απ΄την κρούστα 
Ψίχουλα λόγια
Απομεινάρια από χέρια παρήγορα
Γλώσσες φτωχές από αίμα και στάχυ καρπού γινωμένου
Και σαν τρίζει το πόδι το ανάπηρο
΄Ιδια με πόρτα που΄χει ξεχάσει
Ο καιρός το σκουριασμένο χάδι του
Γέρνει ετούτο το μερίδιο
Προς τη μεριά με την πιο κόκκινη καρδιά
Με την πιο κόκκινη επίστρωση
Ενός φθαρμένου ξύλινου υποστρώματος
Από ΄ να ενδεχόμενο κρατιέται
Από΄να του καιρού μαϊστράλι
Η αναπλήρωση
Ε.Α.Φωτιάδου , « Ο κύκλος ενός τετράγωνου έρωτα», Εκδόσεις Πήλιο 2012

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Τα μάθκια του αστρονύχτη / Μελετίου Μιχάλης



Κάτω στον αψηλό γκρεμό
δίπλα στο περιγιάλι
προψές επία μανιχός
με δάκρυα καπάλι.
Τζ’ εσκέφτηκα να πεταχτώ
σε σκοτεινό σεργιάνι
γιατί με πίκρανες πολύ
μ’ αυτά που μου ‘πες πάλι.
Μου ‘πες πως έν έχω εγιώ
καλή στον ήλιο μοίρα
τζ’ εσύ πως εκαλόμαθες
να σε αλείφουν μύρα.
Είπες μου λόγους φοβερούς
με απονιά ζωσμένους
τζ’ ύστερα με πολόγιασες
σαν τους καταραμένους.
Μα ‘γιω κορού μου στάθηκα
στις άκρες του θανάτου
τζαι κοίταξα τα νιάτα μου
τζ΄ είδα τα ριζικά του.

Α δεν με θέλεις όμορφη
τζαι μάθκια τ’ αστρονύχτη,
της νύχτας της αφέγγαρης
το φωτεινόν το δίχτυ,

τζ’ αν ε γιατί εγιώ ‘ν εχω
που τα καλά τα μύρα,
έβγα της πόρτας της καρδιάς
τζαι θάφτου μες το μνήμα.
Θάφτου μα μεν ξεβείς ποτές!
ξανά μες τα ‘νειρά μου
γιατ’ οι γκρεμοί εν πάντοτε,
για μεν τα ριζικά μου.