Πυκνή κίτρινη αφρικανική σκόνη σκεπάζει τον ήλιο σε μια πατρίδα χωρίς ουρανό Κι εμείς ενδοτικοί σπουργίτες αναμεταδίδουμε φλυαρίες χελιδονιών και λοιπών αποδημητικών για δήθεν ερχομό της άνοιξης
ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΙΜΑΚΛΙΩΤΗ ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΝΕΓΓΥΣ, ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ 2014
’Εν τζι έν’ καθόλου εύκολον να πεις το σ’ αγαπώ ’εν τζι έν’ μια λέξη μανιχά να την εξίστομίσεις πρέπει ν’ αφταίνει στην καρκιάν, μάθκια μου, το λαμπρόν ... τα σωθικά να κρούζουσιν τζι ύστερα να συντύσιεις.
Το σ΄αγαπώ αντάν να πεις τα σιείλη σου θα τρέμουν τζιαι μες στα στήθκια η καρκιά εννά φτεροπετά ’εν τζι έν’ μια λέξη να την πεις, πέρτικα μου, τ’ ανέμου ’πού την αυκήν στο δειλινόν τζι αλλού να ξωδικλάς.
’Εν τζι έν’ καθόλου εύκολον να πεις το σ’ αγαπώ Αν δεν σου δείξει η καρκιά του έρωτα σημάδκια Το γαίμαν να ’ν’ πυρούμενον στες φλέβες σου λαμπρόν ’πού τον καμόν να τρέχουσιν τα δάκρυα ’πού τα μάθκια.
Σαν δάκρυ πρωτοβρόχι στα κυκλάμινα μου όνειρα και σαν θάλασσα μ’ όνειρα κοράλλια και ναυάγια στο μενεξέ βυθό της σε νιώθω και σε καταγράφω ιχνογραφώντας με τα πιο φωτεινά χρώματα όλες τις μέρες σου όλες τις νύχτες σου κι όλες τις εποχές σου.
Να βυθιστώ και να φτάσω μέχρι τ’ άδυτα της ψυχής σου να εξερευνήσω τον άγνωστο ψι και τον άγνωστο χι της να τραγουδήσω σ' όλες τις μουσικές κλίμακες το ύψιλον και το ήτα της και το τραγούδι μου ν' ανοίξει τα κλειστά παράθυρα των άστρων.
Ο θόρυβος των αυτοκινήτων Οι φωνές του δρόμου Οι αργόσχολες κουβέντες Οι χαμηλές πτήσεις Η σιωπή της γειτονιάς κεντημένη στις χλομές κουρτίνες ΄Ενα ραδιόφωνο που παίζει τη ρετρό του μουσική για να θυμάσαι τα παιδιά σου που δεν έκλαψαν όταν γεννήθηκαν νεκρά ΄Ολα καρφιά στην πόρτα σου για να κρεμάς τη σαββατιάτικη έξοδό σου
Ε.Α.Φωτιάδου « Η Λίμνη των Κύκλων», Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014
Σ’ αγαπώ με ιδιαίτατο τρόπο, κάθε μόριό σου, έχω χέρια πολλά, να σε κρατώ, να σ’ ορθώνω, μάτια πολλά, να βλέπω μη κάτι σου λείψει, έχω αυτιά πολλά, ν’ ακούω τον ρυθμό σου, χέρια πολλά, να χαϊδεύω το ψηφιδωτό σου, πόδια πολλά, να σε τρέξω όταν ορρωδείς, κι ανάπηρος ακόμη θα σερνόμουν σε σένα, αν ο Άδης σ’ αρπάξει, του παίζω λύρα ορφική, * να δακρύσει, να σ’ αφήσει κοντά μου να ’ρθεις, ξανά ο ένας γλυκός ψίθυρος στ’ αυτί του άλλου. Το να αγαπάς είναι ζήτημα ζωής και ζωής.
Αν σ’ αδικήσω φτύσε με, φώναζέ με ληστή, αν με αδικήσεις, η αγάπη μου συγχωρεί, κι ας μη σωθώ, αν πρώτα εσύ δεν σωθείς, σαν μοιράζει τα σωθικά της η αγάπη γεννά, χωρίς αυτήν ο Θεός δεν έχει όνομα ούτε μιλιά. Δικάζουν την αγάπη μας; Σε προασπίζομαι, όπως ο Περικλής την Ασπασία στη δίκη της ** ολοφυρόμενος. Σ’ αγαπώ με ιδιαίτατο τρόπο. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης,
* Όταν ο Ορφέας έχασε τη γυναίκα του Ευρυδίκη, από δάγκωμα φιδιού,
έπαιξε λυπητερά τραγούδια με τη λύρα του και τότε οι θεοί οι νύμφες και
ο Άδης δάκρυσαν και ο Άδης επέτρεψε στην Ευρυδίκη να επιστρέψει με τον
Ορφέα πίσω στον κόσμο. ** Ο μεγάλος ηγέτης των Αθηνών Περικλής,
υπερασπίστηκε μόνος στο δικαστήριο, ολοφυρόμενος και με δάκρυα, την
αγαπημένη τη Ασπασία, που την κατηγορούσαν για ασέβεια, η οποία τελικά
αθωώθηκε.
Με την αυγή
σαν φτάσουν οι σημαδεμένοι πρωτοπόροι -
πρωτότοκοι των δύο φυλών
με τις σημαδεμένες πόρτες
και τα καλίκια των δυνατών αλόγων
αυτοί με τα κέρατα κρεμασμένα στο λαιμό -
για μια καλύτερη ώρα
θα ηχήσουν τα κύμβαλα
τον κοφτερό τους ήχο.
Το τείχος θα πέσει
Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Αδη, ψεύτη,
κλέφτη!
Οπου της Νιότης δκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς
των δκυόσμων
τζι η φάκκα στες κακόσορτες μανάες πάντα
ππέφτει.
Που κάμνουσιν παιδκιά φτωχά της πείνας,
φατσιημένα,
τζι εν εις τους φόους, τους καμούς, ομπρός
κατταρκασμένα.
Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω γι΄ αγάπη για τον αλχημιστή ουρανό μας το ποσφυρό τ΄ απογεύματος και τις Φοινικούδες της Λάρνακας. Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω για την αργυρή δροσοσταλίδα π΄ απόμεινε στ΄ απανωχείλι του φεγγαριού στα ρηχά της Αμμόχωστης πόλης σα λουόμασταν μεσάνυχτα γυμνοί. Δεν ξέρω αν θα ξαναγίνω ποιητής να σας πω για το τραγούδι του Τρύγου με τις μαύρες ρόγες και τις ελιές στα μάγουλα. Δεν ξέρω αν θα ξαναπώ για το όνειρο π΄ απλωμένο στην αμμουδιά της Γλυκιώτισσας γεννούσε χίλιους ποιητές τα καλοκαίρια χίλιους ερωτευμένους. Μετά τη σφαγή μιλάει το αίμα μου.
Ήτανε μια παρέα γέροντες σώματα γκρεμισμένα μιλούσανε για την Ανόρθωση και για τις παραστάσεις στο θέατρο της Σαλαμίνας γελούσαν τραγουδούσαν και διασκέδαζαν Ήτανε μια παρέα γέροντες φαντάσματα προγόνων σε ψυχές εφήβων Δεν ήθελαν να λένε ιστορίες του πολέμου στα εγγόνια τους γι αυτό τις ξέχασαν Τις Κυριακές περνούν σκυφτοί τα οδοφράγματα βυθίζονται στη θάλασσα και κρυφοκλαίνε