Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΠΟΘΟΙ


Αγρίεψέ με θάλασσα
‘Οταν με λούσεις με τη μάνητά σου
δεν θέλω ράβδους της πανσέληνου 
σε μια θυρίδα αναμνήσεων
ούτε της νύχτας αναχώρηση
σε φωταγωγημένες ώρες
Αν χρειαστεί και κάποιες νότες μου
ας σβήσουν στην υγρή αγχόνη
Κι αν επιβάλλεται , τα βήματά μου
να γίνουνε βράχοι
που πάνω θα σπάνε οι ευαίσθητοί μου φλοίσβοι
Αγρίεψέ με πέλαγο
όταν με ντύσεις με την αύρα του βυθού σου
όταν επάνω στις λεπτές μου φλέβες
αναπνεύσουν τα μικρά αγέννητα δελφίνια
Κι όταν τα τέρατα θα εφορμούν
-προϊστορικές καταβολές μου-
να εκποιήσουν ένα πλεούμενο ιστορίας μου
αγρίεψέ με
προτού γαλήνιος περιπέσω
στις μικρές διαθήκες των Θεών μου
Ε.Α.Φωτιάδου
« Η Λίμνη των Κύκλων» , Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Ο έρωτας σου της Αλεξάνδρας Γαλανού

Ο έρωτας σου
πυρακτωμένη πανσέληνος που έπεσε στη θάλασσα.
Πήραν φωτιά τα κύματα
κι έλουσαν φως
τους διάττοντες αστέρες.
Τώρα
ματαιοπονείς τα πρωινά
προσπαθώντας ν' αλιεύσεις
τα υπολείμματα...

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

"Λευκωσια, βραδι 15.7.74" / Πασιαρδής Μιχάλης

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε
η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,
του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει.
(Ο Δρόμος της Ποίησης, Β´, 1976)

Το αλφαβητάρι της μνήμης (απόσπασμα)

Το Α 

Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού
κι η εκβολή του ποταμιού στη θάλασσα. 

Το Β 

Οι σωστές ονομασίες των πραγμάτων  
πέτρα, άγαλμα, ελιά, στεφάνι. 

Το Γ

Τα χρώματα κι οι αποχρώσεις τους
κυανούν- υποκύανον, ερυθρόν-υπέρυθρον, λευκόν- υπόλευκον

Το Δ

Τύμβος Νικοκλέους εις Έγκωμην 
και λίγο πιο πέρα σφαγμένα άλογα

Το Ε

Συνδυασμοί ονομάτων 
Γρηγόρης και Μάτσης: Θάνατος κι ελευθερία 

Το ΣΤ΄ 

Ακανθού πατρίδα μου
Αμμόχωστος πατρίδα μου 

Τα εικοσιτέσσερα γράμματα δεν επαρκούν.
Η μνήμη είναι αδηφάγα
Τι να της κάνουν τα λιγοστά ψηφία του αλφαβήτου; 

Ο έρωτας του σώματος 1983

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

TO ΦΟΡΕΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


Το φόρεμα της Κυριακής
μην το κρεμάσεις στην ντουλάπα
μη βάλεις ναφθαλίνες 
Μισώ τη μυρωδιά αυτή του χρόνου
Ακούμπησέ το δίπλα σου
σαν άγαλμα ακέφαλης Θεάς
που μας στολίζει το σαλόνι
απ΄την ημέρα που ενωθήκαμε
εις σάρκα μία
εις σκέψεις δύο
εις ημέρες αποκρυπτογραφημένου έρωτος
Μην καθαρίσεις το γιακά
Μ΄αρέσει ο λεκές από μεθύστακα άνεμο
την ώρα που χαμηλώνουνε τα φώτα στο λιμάνι
για ν’ αποπλεύσουν οι φωνές με ούρια συσκότιση
Κι εκείνο το φίδι που κρέμεται πλάι στο φιλί
μικρογραφία προπατορικού αμαρτήματος
κέρασέ το δυο μήλα κατακόκκινα
‘Ενα το χρωστούμενο
κι ένα για το δρόμο

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 
« Η Λίμνη των Κύκλων»
Εκδόσεις Μανδραγόρας , Αθήνα 2014

ΦΩΝΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ



Η ζέστη δεν προερχόταν από τις εκπνοές ενός θερμού Ιούλη αλλά από τις καυτές μνήμες που έστηναν χορό με τα μαύρα πέπλα τους καθώς ο επικήδειος προχωρούσε , οι αναφορές γίνονταν πιο κόκκινες και η αντοχή της διαμελιζόταν σε ψίχουλα που τα τσιμπολογάνε άκαρδοι σπουργίτες του καιρού. Σαράντα ένα χρόνια μετά , στο τέρμα μιας επώδυνης διαδρομής, γεμάτης απορία, αγωνία μα και ελπίδα συνάμα, στεκόταν πια μπροστά στην αλήθεια που υποψιαζόταν μα δεν αποδεχόταν, μπροστά στα οστά ενός πατέρα που τη συνόδεψε σε όλα τα χρόνια της σαν ένα βλέμμα σε μια φωτογραφία, σαν μια σκιά μέσα σε μια νύχτα ατέλειωτη, χωρίς εξομολόγηση . Σε απόκρυψη μονάχα τα μηνύματά του σκότους της, μέχρι που ένα πρωί η σύγχρονη επιστήμη της ταυτοποίησης οστών τράβηξε απότομα τις κουρτίνες που κάλυπταν τα δικά της ερωτήματα και της παρουσίασαν το λόγο της απουσίας τόσων χρόνων, ενδεδυμένο με πατριωτικά χρώματα και εθνική συγκίνηση. Ο αγνοούμενος πατέρας που έγινε πια γνωστός, με το χαμόγελο εκείνο στη φωτογραφία που μίκραινε σιγά σιγά ώσπου χάθηκε βαθιά μες στην ψυχή της, σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια περίμενε τη δικαίωσή του σε ένα ομαδικό τάφο, σε μια ομαδική παράνοια των λαών. ΄Ηθελε να φωνάξει, ήθελε να κλάψει, ήθελε ακόμα να ζωγραφίσει ένα τεράστιο «Γιατί» πάνω στον Πενταδάχτυλο, ακριβώς πάνω από τη μισοφέγγαρη χαρακιά των ξένων. Και να ξεθάψει ήθελε τη μάνα της, τον μόνο άνθρωπο που περπάτησε δίπλα της προτού χαθεί μες στον απόλυτο πόνο , στα σαράντα πέντε της μόλις. Μα μίλησε μόνο με τη σιωπή της, έτσι καθώς την τύλιξε στο σάβανο του χρόνου και την ακούμπησε επάνω σε ένα φέρετρο με το οποίο κήδευε την απουσία και την παρουσία του άγνωστου πατέρα αντάμα.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στην κορύφωσή του καθώς το εξέχον πρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου απελευθέρωνε όλες τις καλολογικές δάφνες της ομιλίας του. Μα εκείνη , υπακούοντας σε μια δική της εσωτερική φωνή , έκλεισε τα μάτια θέλοντας να κλείσει απ΄έξω και τις λέξεις, διψώντας και πεινώντας μονάχα για το δικό του άγγιγμα, για τον δικό του λόγο. Και λες και άγγελος Δευτέρας Παρουσίας εισάκουσε την πεθυμιά της, ήρθε και σήκωσε μπροστά της όλα όσα δεν έζησε . Το τρυφερό χέρι του πατέρα στα μάγουλα, στα μαλλιά της. Το γέλιο της ευτυχίας τους στο κυνηγητό, στο κρυφτό μέσα στα δέντρα του περιβολιού τους . Το βλέμμα του σε μια σχολική γιορτή. Την ανάσα του σε μια έγνοια της, σε ένα προβληματισμό της. Όλα τα φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή. Με σάρκα και αίμα. Κι όλα τα άκουσε σαν δικό της « Πάτερ ημών» , με ακροατή άλλο κανένα εξόν απ΄την ψυχή της. 
Κι ήρθε μια στιγμή μέσα στη φαντασίωσή της, που θάρρεψε πως εκείνη η ανατριχίλα στο κορμί της, εκείνο το θρόισμα της καλοκαιρινής αύρας δίπλα της , ήτανε ίσως ένα φιλί του απολογητικό για όσα θα΄θελε να της προσφέρει και δεν μπόρεσε.
Ο επικήδειος είχε μάλλον φτάσει στο τέλος του, το ίδιο και η αντοχή της και ποιος ξέρει ποιος άγγελος ή ποιος δαίμονας εκείνη την ώρα άφησε στην άκρη τα προσχήματα της μέρας , έβαλε επιτέλους φωνή στη σιωπή της κι άκουσαν όλοι μες στο χειροκρότημα ένα κλάμα σαν φραγμό σε όλους εκείνους που δεν έζησαν, σε όλους εκείνους που δεν ήξεραν!

TO AΣΠΡΟ ΜΑΣ ΑΛΟΓΟ


Αφήστε το άσπρο μας άλογο
επάνω στον καμβά του να καλπάζει
Κάποια νεκρή μας φύση 
πρέπει να αναπνεύσει

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου 
" Η Λίμνη των Κύκλων"
Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

[Αυτές τις στιγμές...]

Αυτές τις στιγμές τι να γράψει κανείς
ξέφυγε ο στίχος πάνω από τις γραμμές
πάνω από συνειδήσεις ανθρώπων
κι όλοι αποκαμωμένοι, σκυμμένοι στη γη
μαζεύουν όνειρα μέσα στις λάσπες του χθες
Αύριο, αν οι δρόμοι μας κλείσουν
στις καταιγίδες και απελπιστούμε.
Ας μάθουμε πως οι τράπεζες της ψυχής
ήσαν πάντα ανοιχτές, μα δεν το ξέραμε.

Α. Τέμβριου

[Σημαίες , συνθήματα και παραλήρημα...] της Αλεξάνδρας Γαλανού

Σημαίες , συνθήματα και παραλήρημα...
Χειροκροτήματα, κραυγές απελπισίας...
Χειραψίες και χαμόγελα ηγετίσκων ..
Το Ναι και το Οχι να διαφεντεύουν τη ζωή μας...
Το άσπρο και το μαύρο να μας οδηγούν 
ξανά στο γκρίζο...
Ο φανατισμός άγγιξε κόκκινο...
Προχωράμε σε μαζικούς χρησμούς και γενικούς αφορισμόυς...
Μια χώρα σε υςτερία να μας ακολουθεί γεμάτη απορία...
Αναςφαλείς έως αυτοκαταςτροφικοί κοροϊδεύουμε και κοροϊδευόμαστε ψάχνοντας για τη χαμένη μας αξιοπρέπεια .

Νυχτερινό για δύο



Ήμουν γυμνός και μετρούσα πληγές.
Αυτές που έβλεπα
τις έκλεινα επιμελώς
με μια χαρά που εξαντλούσε μες στο όνειρο
τη μορφή μου.
Άφηναν σημάδια,
μα εμένα
η ταραχή που δεν φάνηκε στο πρόσωπό μου,
αυτή ήταν που με θύμωνε.
Ήμουν απλά παρατηρητής του σώματός μου
κι αν θες πίστεψέ το.
Δεν ξέρω αν ήταν τέχνασμα της ποίησης
ή κάποιο άλλο κόλπο ονειρικό,
μα εκείνη η αδιάφορη γαλήνη του βλέμματός μου
ένιωθα να ’ναι υπόσχεση υπερασπίσεως
στα χρόνια που θα ζούσαμε μαζί.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

δεκατρείς ηρωομάρτυρες (της φονικής έκρηξης στο Μαρί! ) / Κυριακή Παρασκευά

«Πήγα στο Μαρί. Πυρίκαυστο, αγνώριστο… 
Όλεθρος, συμφορά σαν αυτή που περιγράφεται στη Βίβλο.

Πήγα στο Μαρί.

……

Όλα έγιναν στάχτες…

Εδώ λες και ο χρόνος σταμάτησε στις 11 του Ιούλη του 1011.

Πού πήγαν οι μαχητές;

Πού πήγαν οι 13 ανυποχώρητοι;

Αλήθεια, πού οι 13 ηρωομάρτυρες;
Πήγα στο Μαρί. Εδώ σιωπή»

Για τον καθηγητή των Μαθηματικών, Σωτήρη Μιχαήλ, αγνοούμενο από το 1974

«Τον έστειλαν προς τον Άγιο Χρυσόστομο, το μοναστήρι στον Κουτσοβέντη. Καλά καλά ούτε στρατιωτικά ρούχα δεν είχαν να του δώσουν. Πήγε με το γκρίζο παντελόνι και το γαλάζιο πουκάμισο. Πήγε με ψυχή!
Πήγε, αλλά δεν γύρισε ο Σωτήρης. Κάποιοι, λιγοστοί, που γύρισαν είπαν-δεν το’ παν στη γυναίκα του-πως τον είδαν πληγωμένο να βογγάει στην άκρη του δρόμου, αβοήθητο, ύστερα από έναν ανελέητο φρικτό βομβαρδισμό… Τίποτε άλλο…» 

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ / Πενταράς Νίκος


Οι στίχοι
ποτέ δεν χάνονται
αλάτι 
σ’ αλυκές
το δάκρυ τους
πολύχρωμο λουλούδι
σε χωματερές
το φως τους.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΙ


Ακούεις κάτι πλάσματα, νομίζεις εν ν’αγιάσουν,
τζιαι όμως ούλους στο χωρκόν, στο στόμαν τους θα πιάσουν,
να τους κατηορίσουσιν, τζιαι να τους σχολιάσουν.
Πάλε πολλοί στον τόπον μας, πουν Χρισκιανοί λαλούσιν,
που εν αισθάνουνται καλά, π’αρκέψαν τζιαι γερνούσιν,
φέρνουσιν ξένες έσσω τους, για να τους βοηθούσιν.
Εις την αρκήν τες έχουσιν, βοήθειαν των σπιδκιών τους,
αν τύχει τζι’αρωστήσουσιν, να είναι παναδκιών τους,
μα νάκκον υστερόττερα, τζιαι σκλάβες των παιδκιών τους.
Έσιει που προσλαμβάννουσιν, αρκάτες κάποιαν φάσιν,
που θα δουλέψουν τίμια, χωρίς να πνάσουν πλάσιν,
τζιαι τουν τον κόπον των φτωχών, θέλουσιν να τον φάσιν.
Λαλούν πως εν Χριστιανοί, μα όμως ώσπου ζιούσιν,
εις τον σκοπόν τους έχουσιν, τζιαι πάντα προσπαθούσιν,
άπονα τον συνάθρωπον, να εκμεταλλευτούσιν.
Τζι’ άμα θα παν στην Εκκλησιάν, τον πλάστην εν φοούνται,
μέσα στον οίκον του Θεού, εν ιστενοχωρκούνται,
τζι’αρκέφκουν να προσεύχουνται, τζιαι να σταυροκοπιούνται.
Σαν Φαρισσαίοι φέρνουνται, εις στα παλιά που ζιούσαν,
π’ούλους τους νόμους του Θεού, τους εδιαλαλούσαν,
τζι’ανάθεμαν οι ίδιοι, πως εν τους ετηρούσαν.
Ακόμα μέχρι σήμμερα, τζιαι γέροντες τζιαι νέοι,
ανάμεσα τους τζιαι φτωσιοί, πλουσίοι τζιαι μεσαίοι,
πολλοί συμπεριφέρουντε, όπως οι Φαρισσαίοι.
Χαμπής Αχνιώτης

Δυστυχώς προσδοκίες ή πιθανότητες αγάπης


Κι όμως, παρά την ματαιότητα του περιγράμματος
που διέκριναν οι ειδικοί
ποτέ δεν άντεχα τις μεταβολές,
τις συγχρονισμένες κινήσεις,
τη ζωή μου σε ταχύτητα
κι έτσι αυτό που μια άχρονη ψυχή
πρόσταζε
σαν πράξη αρχέγονη,
σαν άνοιγμα στο Θείο
δεν έβρισκε απάντηση
στο σύγχρονο σώμα της αλήθειας
κι έτσι σφραγίζονταν οι άνθρωποι
σε ένα δάκρυ, πάντα τελευταίο