Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

[αφανίζοντας την ελπίδα] / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

..«αφανίζοντας την ελπίδα
                της προσμονής πνίγοντας

                τις νοηματισμένες λεπτομέρειες

                των καιρών, των ονείρων».

Δήλωση της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου λίγο πριν πεθάνει Ή ωδικά πτηνά υπερίπτανται της Αθήνας


Στη μνήμη του Γιώργου Τσικουρή

Δηλώνω υπεύθυνα
πως για το δικό μου χάλι
ευθύνομαι μόνη εγώ
η μαραζωμένη Αντωνού Πιερή Αυξεντίου.
Σε λιβάδια άνυδρα
η απόγνωσή μου σε αόμματης
εποχής εικοσιτετράωρα λάμπει.

Παλιότερα
ο χρόνος σε μυρωμένα γιασεμιά
εκάθετουν και τώρα εννόησα
τι φρίκη ανάγλυφη κουρνιάζει
μέσα μου
καθότι φθόγγοι ξεκολλάνε
από τη γλώσσα μου
Αμμόχωστος
Κερύνεια
Πενταδάκτυλος

Περιστερώνα
Μια Μηλιά
Κυθρέα.

Τι κοτσύφια παρδαλά
μου λέτε πως περνάνε πάνω
απ' την Αθήνα;

Βουλιάζει ο τόπος.

Ο Σολωμός Σολωμού στη μνήμη μιας γυναίκας

λέξεις που έρχονται σε όνειρο
η μνήμη μιας πατρίδας
σε άλλη εποχή ένα τοπίο ανάγλυφο
χωρίς τη θάλασσα τα όστρακα
κι αυτός με το μονόκλ ακάλυπτος
και το παιδί που σκίζει τη φωτογραφία κλαίγοντας
χωρίς να ξέρει γιατί
είναι λέξεις και λέξεις
γνωστές και άγνωστες που έρχονται
στον ύπνο ύστερα τις ξεχνάς
είναι λέξεις του Σολωμού και του Κάλβου
λατρευτής του ήλιου
και γλυκεία ελπίς
που έρχονται από άλλη γλώσσα
στο Λονδίνο στη Γενεύη
στο Παρίσι και στην Κέρκυρα
όταν στην Αθήνα αργόσχολοι
μελετούν μια ουτοπία
λέξεις που τις βρίσκει κανείς στα λεξικά
λέξεις που τις ακούς στο σινεμά
λέξεις που τις ψιθυρίζει η κυρία Όλγα
για τον Σολωμό Σολωμού
ελευτεριά και θάνατος
που της ήρθε πολύ κρίμα
για τον κυπριώτη
λέξεις που τις πληκτρολογείς στο κινητό
στη μαύρη νύχτα κι έρμη
λέξεις που τις ψιθυρίζουνε διπλωμάτες
για το αναθεματισμένο νησί
λέξεις κοινόχρηστες
νταβατζής κοβάλτιο εξόρυξη
και τραπεζίτες με παρενδυσία

λέξεις πέτρα χρυσή ξερό χορτάρι
στην ολόμαυρη ράχη

η Μαρινα των Μπαρ

Φεύγεις και δεν φεύγεις
πηγαίνοντας πού
απαράλλαχτη αχτίδα
πλάι σε πολυβολεία
αλλόκοτη φεύγεις και δεν φεύγεις
μετρώντας ηλιοτρόπια και
το κίτρινο της ακακίας·
κατά μήκος το ποτάμι
μ’ ευκαλύπτους ένθεν και ένθεν,
τα φωτάκια των μπαρ
ασημίζουνε τη νύχτα
και τα σκοτεινά περάσματα
των φυλακίων.
Η Μαρίνα των μπαρ ωραιότερη
έχοντας τώρα ερωτευθεί
την πανσέληνο.
Η πλειοψηφία του θανάτου
χρόνια πριν χρόνια ύστερα
ξανά και ξανά
έως ότου μετατοπίστηκε το μοβ
κι αυτό προς τα πολυβολεία·
βουτώντας το κεφάλι στο μαύρο
άναψαν κεριά της λύπης
φωτίζοντας δέντρα πρασινωπά
όπως το κυπαρίσσι ή το πεύκο,
στο βάθος διάφανο το βουνό
στον ύπνο σου-
Μαρίνα των μπαρ αποκοιμισμένη
τουλίπες και κυκλάμινα
ωποσδήποτε φέγγανε την ευωδιά
της μνήμης και την επέτειο
της εν Κύπρω καταστροφής σου.

Νεφέλη


Ποια μπόρα σ' έχει ρίξει
μέσα μου

και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις

πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα

στο κάθε αιμοσφαίριό μου -

τραγούδι δαιμονισμένο

ανάγλυφη πληγή η αφή σου

στροβιλιζόμενη σκέψη

επίμονα με καθηλώνει,

το πείσμα σου

κάθετος βράχος

που ρίχνεται μέσα στη θάλασσα

τα μάτια σου σε διαστολή

κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ

ενεδρεύουν αδυσώπητα

και θλιμμένα το σκοτάδι,

προσποιούμαι τον ανήξερο

ένας αδαής σαλτιμπάγκος

κι η διεισδυτικότητά σου

με ξαφνιάζει

ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση

της απουσίας σου, 

κάτω από αψίδες μια άχρονης

ελευθερίας μετακινείσαι και

μετατοπίζεσαι μέσα μου κορίτσι

κάτω απ' τις λεύκες αυλής

ερειπωμένου σπιτιού μεταλλάσσοντας

το σκοτάδι σε φως

την οδύνη σε τραγούδι

κρατώντας τα χρόνια της εφηβείας σου

κάτω απ' το χώμα

σε λήκυθο υπόγεια

να τρέχει το αίμα σου

στις φλέβες μου μέσα.

Στο γκρίζο φως

Ο θρυμματισμένος κόσμος
της Κύπρου
κι οι τελευταίες λέξεις
του Τσέζαρε Παβέζε
«δεν θα ξαναγράψω πια»

Στη Σαλαμίνα και στην Έγκωμη
η κατάστικτη σελήνη
μέσα στην παγωμένη νύχτα,

ανασαίνουμε το σκοτεινό
ρίγος της άνοιξης

Οι λέξεις

Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις
δώσε τους μια όποια σημασία
κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι
με μια δική σου τάξη μέσα μου.

Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω
την ελευθερία ελευθερία
το φόνο φόνο
την ενοχή ενοχή
μ' ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει
στον τοίχο τ' όνομά του
με τα νύχια.

η θλίψη του απογεύματος

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίου
 
Είναι το ρημαγμένο Δημοτικό Σχολείο
στην Αγία Τριάδα
με τις ετοιμόρροπες αίθουσες διδασκαλίας
είναι οι άδειοι μαυροπίνακες

και το πέτρινο σιντριβάνι
χωρίς νερό
στην αυλή του·
μόνο ο μικρός ποδηλάτης
ανεβαίνει
στους έρημους δρόμους
πατώντας τα πετάλια του χρόνου
μέσα στη θλίψη του απογεύματος -
πλάι στις ξύλινες αγελάδες

που κρύβουν το ψηφιδωτό δάπεδο
με τα γεωμετρικά σχήματα
και τ’ άνθη από υακίνθους
κανείς δεν το βλέπει
έτσι που ανεβοκατεβαίνει μέσα στους έρημους δρόμους
το παιδί με ξανθά μαλλιά
που τ΄ ανεμίζει
ένας θλιβερός άνεμος

Έκθετο / Ζαφειρίου Λεύκιος


Έρχομαι μέσα από σταχτί σύννεφο
και κοράκια σκίζουν την ατμόσφαιρα

ουρλιαχτά τρυπάνε

τη χωρίς σελήνη έρημη νύχτα.

Το ταξίδι της παιδικής  ηλικίας

σε ξυλοπάπουτσα σταματημένο

λυπητερό όνειρο στην παγερή

εγκατάλειψη της πλήξης -

είμαι κόκκινο σημάδι

κόκκινη φλόγα

κατέχω τα μυστικά της ελπίδας

μέσα στην έσχατη απελπισία

είμαι ο μιγάδας άγγελος των φτωχών

ο διαρρήκτης του δημόσιου χρήματος

στα μάτια μου δάκρυα από

την Παλαιστίνη και την Κύπρο

σπαθίζοντας τη βαναυσότητα

των ημερών μου -

είμαι αλήτης απίθανα ωραίος

στη νεκρή πολιτεία των νόμων

ο σαλταδόρος

που με τη σφενδόνη παραβγαίνει στα τανκς.

Είμαι η φωτιά και το σύννεφο

είμαι το άσωτο τραγούδι

που βουίζει στους κροτάφους του χρόνου

σαν εγερτήριο σάλπισμα

η χωρίς αφοσίωση

ελευθερία του ανθρώπου

μέσα στον χρόνο

είμαι τίποτα και όλα

στην ευλογία της ζωής

και στο αγγελικό μονοπάτι

της ύπαρξης.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΣΕΡΕΝΑΤΑ / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Ήρθες μες στη ζωή μου μια βραδιά
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου∙
ήρθες ν' αναταράξεις την καρδιά,
μελτέμι τη σμαράγδινη αμμουδιά
ενός ακρογιαλιού λησμονημένου.

Εσύ με τον Απρίλη στα μαλλιά,
με τους χρυσούς βοστρύχους στους κροτάφους,
κι εγώ σκιά σκιάς απ' τα παλιά,
που ανήσυχη πλανιέται — τρισαλιά! —
απάνω απ' των ονείρων της τους τάφους.

Τα χείλη μου, τ' αφίλητα καιρούς,
να 'ξερες πώς πρόσμεναν το φιλί σου!
Κι ο ήχος της παράξενης φωνής σου,
Που 'μοιαζε σαν αντίλαλος αβύσσου,
ανάστησε τους μέσα μου νεκρούς.

Μα έφυγες όπως ήρθες μια βραδιά,
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου
και τώρα μες στα στήθια τα βαριά
χιμά ο λυγμός να πνίξει την καρδιά,
σαν κύμα ακρογιαλιού λησμονημένου.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΩΡΑ 7 - 9 π.μ. / Ναδίνα Δημητρίου



Α
Φθάνουν τα πρωινά,
λιποθυμισμένες εικόνες.

Ασβεστωμένα πρόσωπα, επίμονοι ρυθμοί
άλαλα λουλούδια, βρεγμένα γρασίδια
πουλιών φτεροκοπήματα, δείχτες ανέμων.

Σκληροτράχηλα χτίρια,
που δεν εννοούν να πεθάνουν.
Χτίρια,
Πεταλούδες, σαλιγκάρια, κολόμπες,
στους κήπους ζιζάνια.
Από ψηλά κρανία-ψωλιές
σταθμοί εκτοξεύσεων
θόλοι λόγων και αντίλογων
κάτω από το πέταγμα ματιού
μια στάλα σοφίας.

Σ' αγέρα πλατύχωρο βραχνιασμένες μηχανές
γοργοφτερώνουν το χρόνο
σπαθίζουν τα όνειρα.



-----------------------------

Β
Σιγή ξεφεύγει από τα διακριτικά έπιπλα
συρίζει ανεπαίσθητα
έρπει στα δάση της ακοής
γεννά το μονοπάτι της διάθεσης.
Μυρωδιά αλεσμένου καφέ που ψήνεται
κυνηγά το ξύπνημα από πάροδο σε πάροδο
- απροσδιόριστη αυτοπεποίθηση.

Το τρελλό στροβίλισμα των ήχων
στο βυθό της οχλοβοής σπαργώνει τη ζωντάνια.
Μια πινελιά, υποκαθιστά το ʼφθαστο
Κι άλλη την Ένταση.

Φιλιά της αγάπης, φιλιά της έχθρας
πάνω από τις αόρατες μάχες
πάνω από τα πεδία
με τους σκελετωμένους και τους σκελετούς
διασταυρώνονται μαχαίρια, σπαθιά.

Πλανιούνται οι συννεφιές.

--------------------------------------

Δ
Από τις στοές έρχονται εμβατήρια
ξετυλίγονται παρελάσεις, διαμαρτυρίες
θύματα της έξαρσης, της οκνηρίας
με μάτια ακρέμαστα
στόματα τόξα
θολώνουν τις αντηλιές·
τις αντηλιές π' απλώθηκαν
να νικήσουν το άγχος
να ημερέψουν το κρύο
να στήσουν τα χρώματα που τριγκλίζουν στον ίλιγγο
τη γη που γλιστρώντας μας παίρνει.

........

Από μιας μελαχροινής το στόμα
λόγια ξεφεύγουν
κι απλώνονται στον ουρανό
θλιμμένοι ορίζοντες τ' Οχτώβρη.

---------------------------------------

Θ
Κήποι, σκαλοπάτια, σπίτια
ανάμεσα σε βελόνες, κλωστές, ψαλίδια, υπνοβατούν.
Τροχοί, σχοινιά, τετράποδα, αναθυμιάσεις
αναποδογυρίζουν.
Συγκοινωνίας μέσα, αλυσίδες περιστρέφουν
πετρόχτιστα με χαραγμένες ημερομηνίες
προεξέχουν, ανεβοκατεβαίνουν
λεηλατούν την όραση από τα οράματα
προσφέροντας ένα ρολόι που φωσφορίζει
υπολογίσιμο αντάλλαγμα στο πέρασμα.

Φθάνουν τα πρωινά… Πολύφυλλη σκέψη το ξύπνημα.

Διασχίζουμε ουρανούς, συνοικίες
περιοχές π' ανασαίνουν δυόσμη, ρήγανη κι ανθούς
και άλλες με κόκκινες γλώσσες
γεύονται τον αγέρα.

..........
Βασιλικός στη γλάστρα
τα χρόνια κισσός
της ελιάς η θωριά, ορόσημο.

Πετριές της σκέψης, στα νερά της ψυχής.

Περιμένουμε απάντηση / Ναδίνα Δημητρίου

Αρνήθηκες ν' ακολουθήσης
κι έμεινες πίσω.

Πίσω από τ' ανοιχτό όμως παράθυρο
είδες τα πρόβατα
απ το απέναντι χωράφι
να φεύγουν ένα-ένα, κι όλα
για τις σφαγές του Πάσχα.
Μεγάλη Εβδομάδα
και σε συνεχεια ο, τι έγινε
στο τελευταίο σου γράμμα
έγραφες.

Κι εμείς τώρα φευγάτοι
φυγόδικοι ή γυφτομάτες
δίχως ειδήσεις σου, στερνά
το κόκκινο ρέμα αν σου πήρε την καρδίά
εκεί, κάπου, αν ξεχάστηκες σαν πόνος
αν σκάλωσες στα φρύγανα
ή και σέ σύναξη βατράχων
σέ τέλμα επι τέλους
αποτελμάτωση αν σέ βρήκε
- αναρωτιομαστε -

Στη διεύθυνση «Ανελπίδων 3, εν Κινήσει»
Γράψε...

1972

Αναστασία Γιανναπή (βιογραφικά στοιχεία)

 Κύπρια συγγραφέας.
Είναι απόφοιτος κλασσικού εξατάξιου γυμνασίου. Σπούδασε Γενική Ψυχολογία με αλληλογραφία από το Ruskin College της Οξφόρδης. Έχει πάρει δίπλωμα στο Social Welfare από το Αμερικανικό Κολέγιο Pierce Αθηνών, καθώς επίσης και στην Αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο Michigan Αμερικής μέσω της Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως Αθηνών. Με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου έτυχε δωδεκάμηνης μετεκπαιδεύσεως στο Πανεπιστήμιο του Newcastle-upon-Tyne Αγγλίας και πήρε το Diploma in Advanced Educational Studies. Συνέχισε τις σπουδές της στο ίδιο Πανεπιστήμιο και πήρε τον τίτλο Bachelor of Philosophy in Educational Studies. Μεταξύ άλλων, παρακολούθησε επί εικοσαετία τις σειρές μαθημάτων Φιλοσοφίας που οργανώνει κάθε χρόνο η Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου. Μιλά Αγγλικά, Ιταλικά και λίγα Γαλλικά.
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία από μικρή. Άρθρα, μελέτες, διηγήματα και ποιήματά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Έργα της έχουν πάρει διακρίσεις σε παγκυπρίους και πανελληνίους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Θεατρικά μονόπρακτά της παρουσιάσθηκαν από Κυπριακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Υπήρξε συνεργάτιδα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου στην ετοιμασία προγραμμάτων για μικρά παιδιά. Όλο το γραπτό υλικό που είχε πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έχει χαθεί. Μετά την εισβολή εξέδωσε δώδεκα βιβλία της.
Η συγγραφέας είναι μέλος σε λογοτεχνικές και κοινωνικές οργανώσεις και συνδέσμους. Κατά την παραμονή της στην περιοχή Σολέας μετά τον εκτοπισμό της εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ίδρυσε τον "Πνευματικό Όμιλο Σολέας", στον οποίο συμμετείχαν εκπαιδευτικοί και άλλοι παράγοντες και ο οποίος είχε ακμάσει με πλήθος δραστηριοτήτων.
εργογραφία:
 

1 "ΤΑΧ' ΑΥΡΙΟΝ ΕΣΣΕΤ' ΑΜΕΙΝΟΝ", Λευκωσία 1976
2 Όπως η ζωή τα πλάθει, Λευκωσία 1984
3 Κι εκεί κατεβαίνει ο Θεός, Λευκωσία 1990
4 Ιστορίες και Παραμύθια (για Παιδιά και για Μεγάλους), Λευκωσία 1999
5 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Ζώα και Πτηνά του Σπιτιού), Λευκωσία 1999
6 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Τα Άνθη στης κυρα-Ευγενίας),  Λευκωσία  1999
7 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Τα Δέντρα στης κυρα-Ευγενίας), Λευκωσία 1999
8 ΣΤ' ΑΪ-ΜΑΜΑ ΤΗ ΧΑΡΗ, Λευκωσία 1999
9 Οι Ιεροί Ναοί της Μόρφου, Λευκωσία 2003
10 Στην προσμονή της Ανάστασης, Λευκωσία 2003
11 Σκηνές από την Ενανθρώπηση του Σωτήρος, Λευκωσία 2003
12 Η Ιερά Μονή της Παναγίας της Μακρυρράχης, στην Πιερία, Κατερίνη 2006
13 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, Λευκωσία 2011
14 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ, Λευκωσία 2011
15 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Λευκωσία 2012
16 ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Λευκωσία 2012
17 Η ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΣΚΟΠΟΥ, Λευκωσία 2012

Ο χατζής των ροδακίνων / Γεωργιάδης Α. Ανδρέας - Κυπρολέων

Μια διασκεδαστική ιστορία με φόντο την κυπριακή ύπαιθρο εκτυλίσσεται στο διήγημα που παρατίθεται εδώ από τη συλλογή Εκ προμελέτης (1963).
[...]
Τούτα τα ροδάκινα του γέρου του Χατζή, ήτανε περίφημα σ’ όλο το χωριό. Ήταν ένα φρούτο που δεν το συνηθίζανε. Χρό νια τώρα μπλεγμένοι με τα κεράσια και δώστου κεράσια κι όλο
κεράσια, χιλιάδες δέντρα, δεν πολυνιαζόντουσαν γι’ άλλα δέντρα.
Είναι ζήτημα αν έκαναν και μερικά μήλα για πούλημα. Τ’ άλλα φρούτα, βερίκοκα, αχλάδια, τζάνερα , δαμάσκηνα και τα τέτοια, όσο για φαΐ. Τίποτε παραπάνω. Και πού και πού καμιά ροδακινιά,
που ήταν ο στόχος καλών και κακών, μικρών και μεγάλων, αρσενικών και θηλυκών.
Στο περίφημο το περιβόλι του, στον Κομποτή, μισή ώρα έξω απ’ το χωριό, στο βουνό σύρριζα, ο γέρος ο Χατζή–Λούκας, είχε φυτέψει από χρόνια τρεις ροδακινιές που τώρα είχαν φουντώσει,
είχαν γίνει δέντρα γιγαντωμένα που βαρυφορτώνουνταν κάθε χρονιά τα μοσκοβόλα φρούτα τους. 
Μα για να τα κλέψει κανείς ήταν πρόβλημα μεγάλο. Γιατί ο γέρος κοιμόταν όλο τον καιρό στο
περιβόλι κάτω απ’ τα δέντρα, φυλάγοντας κάθε φρούτο στην κάθε εποχή: τα κεράσια, τα μήλα, τ’ αχλάδια, τα βερίκοκα, τα ροδάκινα. Κι όσες απόπειρες έχουν γίνει αποτύχανε όλες τους οιχτρά, μ’
αποτελέσματα πάρα πολύ δυσάρεστα για τους τολμητίες. Στο γναφειό του Μάλαμου, λίγο πιο πέρα απ’ το περβόλι του Χατζή-Λούκα, φυλάγανε κείνες τις μέρες τα τομάρια, ο Φιλιππής, ο Γιακουμής κι ο Κώστας, παλληκάρια και τα τρία ανάμεσα στα δεκαοχτώ και στα είκοσι. Τα διαλεχτά φρούτα του γέρου τούς είχαν ταράξει τον ύπνο, τους είχαν χαλάσει την ησυχία. Μια-δυο δοκιμαστικές απόπειρες που κάνανε, τους πείσαν πως τίποτε δεν γίνεται και πως καλά θα ’καναν να κάτσουν στ’ αυγά τους αν δεν
θέλανε να κοψομεσιαστούνε απ’ τη μαγκούρα του γέρου ή να φάνε αναπάντεχα σαν ριγμένη από κανένα στοιχειό, καμιά βαριά κοτρώνα στο κεφάλι. Μια μέρα ο Φιλιππής, που ’χε πάει στο χωριό για θροφήματα,
γύρισε στους συντρόφους του πετώντας απ’ τη χαρά του και σειόντας σαν τρόπαιο πάνω απ’ το κεφάλι του μια φυλλάδα.
– Τι είναι ρε Φιλιππή!... Τα παραμύθια που είπαμε;
– Μάλιστα, τα παραμύθια!... Μα ξέρετε τι έχει μέσα;... Έχει ένα παραμύθι αδερφέ μου, ένα παραμύθι...

– Τόσο όμορφο είναι ρε Φιλιππή για να κάνεις έτσι;
– Όμορφο λέει;... Άσε να νυχτώσει να φύγουν οι αργάτες απ’ το γναφειό να μείνουμε μονάχοι και να δείτε τι έχει να γίνει! Και χώνοντας τη φυλλάδα στον κόρφο του άφησε τους φίλους
του απορημένους και πήγε φτερουγίζοντας και σφυρώντας μερακλίδικους σκοπούς ν’ ανακατέψει τα τομάρια στην ασβεστερή
Το βράδι σαν φύγαν οι αργάτες και μείνανε οι τρεις τους –φυλάκοι
του γναφειού– μαζώχτηκαν κάτω απ’ το υπόστεγο και στο
σιγότρεμο φως της λάμπας ο Φιλιππής τούς διάβασε το περίφημο
παραμύθι. Έγραφε για ένα παπά, που κοιμόταν στο περιβόλι φυλάγοντας
τα ροδάκινα, σαν καλή ώρα να πούμε ο γέρος ο Χατζής-Λούκας. Δυο κλέφτες, τι σκαρφιστήκανε για να του κλέψουν τα ροδάκινα! Ανεβήκανε στο δέντρο μ’ ένα καλάθι κι ένα τέντζερη κάρβουνα
κι άρχισαν τη δουλειά, τον τρύγο. Ο παπάς τούς πήρε μυρουδιά, τρέχει στη ροδακινιά και τι να δει! Δυο σκιές να κουνιούνται ανά μεσα στα φύλλα! Δυο σκιές που μόλις ξεδιαλύνουνταν μέσα στο
πηχτό σκοτάδι. Άρχισε τις φωνές, τις βρισιές, τις βλαστήμιες – κι ας ήταν και παπάς! Τσιμουδιά οι κλέφτες! Κοντεύει στο δέντρο, ξεχωρίζει ένα γυμνό πόδι στο πιάσιμο του χεριού του, τ’ αρπάζει κι αρχίζει να τραβάει.
Τότες ακούγεται μια φωνή, μια φωνή υπερκόσμια, ιερουργική,
επίσημη, μεγαλόπρεπη, που γέμισε με δέος την ψυχή του δύστηνου παπά!
– Μιχαήλ!...
Και μια άλλη φωνή, πιο υπερκόσμια, πιο μεγαλόπρεπη, απάντησε
από πιο ψηλά στην πρώτη:
– Τι είναι Γαβριήλ!...
– Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε! Ο παπάς των ροδακίνων
απ’ τον πόδα με τραβά! Ρίψον πυρ εξ ουρανού και κατάκαυσον τον δούλον σου παπάν τον ροδακινάν!
Και δώστου τ’ αναμμένα κάρβουνα κουτρουβάλησαν απ’ την κορφή του δέντρου απάνω στον παπά, που με την ψυχή στο στόμα χύμηξε αγγελοσκιασμένος στην κατηφοριά και πού να πει να σταματήσει! Έτρεχε, έτρεχε, γεμίζοντας τη λαγκαδιά με ξορκισμούς, προσευχές κι επικλήσεις στον Ύψιστο και στους Αρχαγγέλους νατον λυπηθούνε. Κι οι κλέφτες ανενόχλητοι φορτωθήκανε τη μεγάλη καλάθα και λακίσανε απ’ την αντίθετη μεριά χαχανίζοντας. Τα παλληκάρια ενθουσιαστήκανε απ’ το παραμύθι. Μωρέ
σπουδαία ιδέα! Θα την εφαρμόζανε με το νι και με το σίγμα για να κλέψουν τα ροδάκινα του Χατζή, ρεζιλεύοντάς τον κιόλας γιατί ο γέρος πέρναγε για ατρόμητος και παλληκαράς απ’ τους λίγους στον καιρό του. Και στη σκέψη του γέρου να τρέχει αγγελοσκιασμένος και κρουσοκαμένος σκάνανε κι οι τρεις τους στα γέλια, ώσπου κόντεψε να τους λυθεί ο αφαλός!
– Ναι, μα χρειάζεται κάποια πιδεξιοσύνη, παρατήρησε ο Φιλιππής, κόβοντας πρώτος τα χάχανα. Ο γέρος είναι τετραπέρατος και θέλει τέχνη να ξεγελαστεί. Τέλος πάντων κανόνισαν τις λεπτομέρειες κι αποφασίσανε να κάνουν τη δουλειά ο Κώστας με τον Γιακουμή, που ήσαν πιο χεροδύναμοι και πιο σκληροί. Ο Φιλιππής ήταν λιγάκι ντελικάτος και φοβιτσιάρης, καλός να βρίσκει ιδέες μα ν’ αφήνει απ’ έξω την
ουρίτσα του! Σκεφτήκανε να μην πάρουν καλάθι μαζί τους μα να δέσουν τα μπατζάκια τους και να ρίχνουν τα ροδάκινα μες στον κόρφο και μες στο παντελόνι. Πήραν λοιπόν τον τέντζερη με τα κάρβουνα και ξεκίνησαν. Η ανταύγεια των κάρβουνων αναπλήρωνε κάπως τη λάμψη των αστεριών, που τα κρύβανε τα ψηλά δέντρα. Ωστόσο οι δυο συντρόφοι με δυσκολία προχωρούσαν απ’ το στενό μονοπάτι, που καβαλούσε
τον όχτο τ’ αυλακιού. Περπατούσανε μπρος ο ένας με τον τέντζερη και πίσω ο άλλος, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά, χωρίς να βγάζουν άχνα. Τα μάτια τους καρφωμένα στα ποδάρια, πάσκιζαν να τρυπή
σουν το σκοτάδι και να σιγουρέψουν την περπατησιά. Και το μυαλό τους φτερούγιζε από τούτη τη ζωτική απασχόληση στον γέρο τον Χατζή και στην επιχείρηση που καταπιανόντουσαν κι έκανε
σεκόντο στα τρεμουλιάσματα και στους πήδους της καρδιάς.
Σαν φτάσανε στον φράχτη του περβολιού σταμάτησαν να ξαποστάσουν. Νιώθανε μια παράξενη κούραση που δεν την δικαιολογούσε η απόσταση κι ένα ξάναμμα στο πρόσωπο ασυμβίβαστο με
την τσουχτερή δροσεράδα της νύχτας.
[...]
Κρατώντας και την ανάσα τους φτάσανε ως τις ροδακινιές Διαλέξανε την πιο μεγάλη και σκαρφάλωσαν πιδέξια σαν αγριόγατοι, πρώτα ο Κώστας κι ύστερα ο Γιακουμής. Με χίλια βάσανα ανεβάσανε και τον τέντζερη ως την κορφή του δέντρου και τον κρεμάσανε σ’ ένα κλαρί. Ο Κώστας που θα παράσταινε τον Μιχαήλ και θα ’ριχνε το πυρ εξ ουρανού, βλαστημούσε ανυπόμονα που δεν βολευόταν κι έπρεπε να ’χει όλο το νου του στον τέντζερη να μη κατρακυλήσει και πάει το σκέδιο περίπατο. Και θα ξύπναγε και το γέρο με το σαματά. Ούτε που θα ξυπνήσει καθόλου ο παλιόγερος! βεβαίωσε ο Γιακουμής. Ποιος ξέρει σε ποια γωνιά λουφάζει και μεις παιδευόμαστενα κουβαλούμε κάρβουνα! Και δώστου και το μάζεμα αρχίνησε κι οι κόρφοι και τα παντελόνια δεχόντανε το δροσερό χάδι του χνουδάτου φρούτου
 – Εξυπνάδες του Φιλιππή! απάντησε στα παραπάνω ο Κώστας. Κι αυτός να ραχατεύει κοιτάζοντας με ξεγνοισιά τ’ αστέρια καρτερώντας μερτικό ή και να νειρεύεται κιόλας πως του μπουκώνουν ζουμερά ροδάκινα τα κρινόλευκα χέρια κοπελιάς. Να, σα να πούμε της... Αρετής!...
– Έχει βάλει στο μάτι την Αρετή αυτός ο βλάκας, ε;...
– Για σώπα!...
Κάποιο ανάλαφρο θρόισμα ξεπέρασε το σούσουρο των φύλλων της ροδακινιάς και χάιδεψε τ’ αφτιά τους. Αφουκράστηκαν. Εξόν απ’ τα βατράχια στο γειτονικό αυλάκι, τους γρύλους και τους άλλους συνηθισμένους θόρυβους της καλοκαιριάτικης βραδιάς, τίποτε το ύποπτο δεν ακουγόταν.
– Μου φαίνεται πως κάτι άκουσα και γω! είπε ο Γιακουμής, μα δεν θα ’ναι τίποτε! Άκουσε Κώστα. Εγώ έχω μισογεμίσει τους κόρφους και το παντελόνι. Αν παραγεμιστούμε ολάκεροι σαν ντολμάδες δεν θα μπορούμε να περπατάμε. Τι λες, πάμε; Κι αύριο πάλι εδώ είμαστε! Αυτός ο παλιόγερος βαρυκοιμήθηκε ως φαίνεται! Χα, χα, χα! Μα την ίδια στιγμή του ’ρθε μια δυνατή ξυλιά στον αστράγαλο που τον έκανε να τιναχτεί και ν’ αμολήσει το ένα του χέρι από κει που στηριζόταν, έτσι που παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί ολο σούμπιτος
! Τα ’χασε! Κι ως να συνεφέρει του ’ρθε και δεύτερη
ξυλιά και τρίτη, συντροφευμένες από τις αγριοφωνάρες του ξεμανιασμένου γέρου:
– Ρε κλέφτες του κερατά!... Ανάθεμά τον που σας έσπειρε!...
– Μιχαήλ, Μιχαήλ!... τσίριξε αλαλιασμένος, τρελός απ’ την τρομάρα και τους πόνους ο Γιακουμής, με φωνή που δεν είχε τίποτε τ’ αγγελικό μέσα της.
– Τι είναι Γαβριήλ!... ακούστηκε φωνή βαθιά, αργή και μεγαλόπρεπη απ’ την κορφή του δέντρου.
– Ρε Κώ... Ε... ε... Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε!... Αχ!... Ωχ!... (Και δώστου και τις έτρωε και πάσκιζε μες στο μαύρο σκοτάδι να σκαρφαλώσει πιο ψηλά στο δέντρο για να μην τον
φτάνει η μαγκούρα του γέρου). Ο Χατζής των ροδακίνων... ωχ!... (Παναγία μου!) Ωχ!... Άγγελε, άγγελε, άγιε Μιχαήλ!... Ο Χατζής των ροδακίνων εις τους πόδας με βαρά!... Ωχ!... (Ρίχτα π’ ανάθεμά σε που περιμένεις να τα πω όλα καταλεπτώς!) Ρίξον πυρ εξ ουρανού (ωχ!) και κατάκαυσον (ωχ!) τον δούλον σου Χατζήν τον ροδακινάν! Ωχ... (Τα τελευταία μονορούφι, με φωνή τρεμουλιαστή,
θρηνώδικη, αβέβαιη).
– Ρε τι Μιχαήλ και αγγέλους μου τσαμπουνάς! Κατέβα κάτω γιατί θα σε κουτσάνω ανάθεμα την σπορά σου! ούρλιαζε ο γέρος, δουλεύοντας σαν μανιασμένος τη μαγκούρα του.
Ο «Μιχαήλ» δεν μπόρεσε ευτύς στο λεπτό να ξεκρεμάσει τον τέντζερη κι ο «Γαβριήλ» μην αντέχοντας πια χύθηκε προς τα κάτω να κάνει γιουρούσι να γλυτώσει. Μα κει που πήγαινε να πατήσει το χώμα τρώγοντας μια γερή μαγκουριά στον ώμο, σύγκαιρα ένιωσε τα επουράνια να γκρεμίζουνται απάνωθέ του με βρόντους,
κρότους τυμπάνων και γδούπους υπερκόσμιους, και μια βροχή από πυρ και λάβα να τον λούζει πατόκορφα. Αλαλιασμένος απ’ το κάψιμο και την τρομάρα έκανε να χυμήξει στα στραβά μπροστά
του κι όπου τον βγάλει η άκρη, μα γέννημα της τρομερής κοσμοχαλασιάς που ’νιωθε απανωθιό του, ένας βαρύς όγκος γκρεμίστηκε απάνω του και τον παράσυρε στο βαρύ του πέσιμο, τον τσάκισε,
τον κατρακύλησε. Ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που γκρεμοτσακίστηκε απ’ τα επουράνια μαζί με το πυρ 
του και κατέκαυσε και παρέσυρε στο γκρεμοτσάκισμά του τον ένδοξο συνάδελφό του
Γαβριήλ! Καταματωμένοι, καταξεσκιμένοι, με το κουφάρι τούμπανο απ’ το ξύλο και 
το κατρακύλημα και τα κόκαλα λιωμένα, οι δυο συντρόφοι σουρθήκανε με κόπο ως το χαγιάτι του γναφειού σκούζοντας. Ο Φιλιππής κοιμόταν ρουχαλίζοντας. Ανάμεσα απ’ τα
ρουχαλητά του έβγαινε ένα όνομα ανάερο, αιθέριο: Αρετή!...
[...]

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Ιδιωτικό / Μιχαηλίδου Λίλη

Έκρυψε τη μυρουδιά
απ’ το κρεμάμενο πουκάμισο
κι απόσωσε το σκοτάδι
στην είσοδο της γραφής


Το φέγγος της μέρας
απέμεινε λειψό


ένα άδειο αγκάλιασμα
ίχνη κι απομεινάρια έρωτα ξένου