Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουζάλης Πάμπος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κουζάλης Πάμπος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

σχεδόν: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το έτος 2015

Ιούλιος


Πρωτοχρονιά πρώτη φορά χωρίς εκείνον
Μέρες καλές σου έλεγα
μου 'λεγες πως σου λείπει
Φίλησα δάκρυ μάγουλο
δάκρυσες λόγια χώρια
Κάθε που θ' αλλάζει ο χρόνος
με τον Ιούλιο ποτήρια θα τσουγκρίζεις
Μόνη θα πίνεις το κρασί, μόνος θα φεύγει εκείνος

***

Χρέος


Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ' τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ' άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
Καλή αντάμωση

***
Λάσπη 

Σπίτι από λάσπη
Ναι
Να το λειώνει η βροχή η καλή μου
Να το πλάθω ξανά
Να ντύνομαι πηλό μέχρι τα μάτια
Να γίνομαι το σπίτι μου
Να με λειώνει η βροχή η καλή μου
Να επιστρέφω στη γη
Να ’ρχονται μυρμήγκια μετανάστες
Μαζί τους σε λαβύρινθους πνιγμένος ναυαγός
Ώσπου να ’ρθει άλλη βροχή
καλή μου
να πνίξει όσα δεν είπαμε
στο φως να βγούνε άγουρες
σταγόνες
να ζυμώσω


ένα : Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2011



Αν


Γνωρίζω πως το «αν»
ουδέποτε ευδοκίμησε
στης ιστορίας τους καρπερούς αγρούς
Μα πάλι λέω
αν
αφού είχαν όλα προαποφασιστεί
κι ήταν η προδοσία
προδιαγεγραμμένη
Αν, λέω, είχα αποσκιρτήσει
κι είχα επιστρέψει
στου λαιμού σου την απάνεμη καμπύλη
Αν τους άλλους τριάντα επτά
είχα κλειδώσει άκλαυτους
στο ομαδικό τους πένθος
Θα μ' αγαπούσες;

***

Τελωνείο


-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν' ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων

***

Παύσεις


Παρακαλώ τον υποβολέα
να μην ψιθυρίζει συνεχώς τα λόγια
τα επόμενα
Αυτά τα γνωρίζουν οι υποκριτές
Τις παύσεις να τους θυμίζει
Τις παύσεις


***

Αναμονή


Ιστιοφόρες
οι ώρες της αναμονής
οι αβάσταχτες
Δεν θα τους κάνω το χατίρι
Θα κρύψω επιμελώς
τους μικρούς στεναγμούς μου
για στιγμές ηδονής
Κι ας μείνουν τα πανιά τους
ζαρωμένα

***

Χαμόγελο


Καλά είμαι
Πότε μου έρχεται το σπίτι ως τη μέση
Πότε ξυπνάω στο ημίφως του βυθού
Παράπονο δεν έχω
Στο τραπέζι ένα πιάτο με προζύμι
φουσκωμένο
Στη ραγισμένη κρουστά του
διαβάζω ένα χαμόγελο
που πάει να γίνει στάχυ


***

Νυχτερινό


Είναι πολύ αργά
Αργά κυλά η νύχτα
Οι εργαζόμενες αγκαλιές
έχουνε σχολάσει από τις έξι
Πρέπει επειγόντως να βρω
διανυκτερεύον σώμα

***

Χρόνος


Τι θλίβεσαι;
Φέρεις ακεραία την ευθΰνη
του γήρατος
Λησμονείς
που κάθε Δεκέμβρη τραγουδούσες
«γέρο χρόνε, φΰγε τώρα»
Έφυγε ο χρόνος και το τώρα
Κι έμεινες γέρος

ραπτός λόγος: Ποιητική Συλλογή του Πάμπου Κουζάλη εκδοθείσα το 2003

Δελτίο καιρού


Δελτίο καιρού
Πολύ παλαιού καιρού
Έβρεχε ασταμάτητα
σταγόνες αδρές
Πόσες ν’ αδράξει
μια παλάμη παιδική;
Και πώς να σβηστεί
πρωθύστερα
δίψα μελλοντική;

Είδα την πρώτη αστραπή
Με μάτια σφαλιστά
έπιασα να μετρώ
τα βήματα του χρόνου
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
«Βγαίνω»
ψιθυρίζει κάθε βράδυ
η βροντή
η αναπόδραστη
Ακόμα να φανεί

Σήμερα
ενδέχεται να σημειωθούν
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
λησμονημένες φωνές
σε όλα τα προσήνεμα
ακρωτήρια
σώματα

***

Οδός βροχής


Οδός βροχής
Οι ζυγές σταγόνες απ’ τη μια
Αντίκρυ μόνες οι αστραπές
Μη δουν μοναξιά
χωρίς φόβο στα μάτια
Μεμιάς την κεραυνώνουν

Οδός μοναχικής βροχής
Σήμερα δεν φοράω τα μάτια μου
μα βρίσκω εύκολα το δρόμο
Ξέρω
δεξιά εσύ
αριστερά εσύ
Πώς να μη σε χάσω;

***

Ηρωικό


Υπόσχομαι
ύμνους άλλων ηρώων
να μη σιγοτραγουδήσω
Υποσχεθείτε όμως κι εσείς
πως δεν θ’ αφήσετε
άλλο πετροχελίδονο
ν’ ανέβει στον ιστό

***

Ανάμνηση


Ξύνω με τα νύχια το απόγευμα
μοσχοβολάει τ’ άρωμά σου

Στύβω το βραδινό αεράκι
μεθώ με το κελαρυστό σου γέλιο

Βάζω την παλάμη στη φωτιά
ακούω να σβήνουν στην αυλή τα βήματά σου

***

Καθρέφτης


«Χορεύετε;»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη με ξυλόγλυπτο χαμόγελο
Χορέψαμε ώρα πολλή
Το κεφάλι γερμένο στον ώμο του
αναζήτησε την αθέατη κόψη

Έβλεπα από ώρα
το είδωλό του
να κατοπτρίζεται
στις φοβισμένες κόρες
«Τι ομορφάντρας,
Θεέ μου, ο θάνατος!»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη
που σε κοιτάει κατάματα


***

Σιωπή Ι


Γέφυρα η σιωπή
Οι λέξεις δεν τολμούν
να την πατήσουν
Μόνο τα βλέμματα
ξεχειλίζουν
νερό καθαρό
πολύλογο


Σιωπή ΙΙ


Ποτάμι η σιωπή
κυλάει πάνω στην άσφαλτο
ωδή πλανόδια
κυριακάτικη
Ψυχή δεν έμεινε
να ρίξει νόμισμα αργυρό

**

Στιγμή


«Μια στιγμή επιστρέφω»
Ψέμα δεν είπες
Μου επέστρεψες
τη στιγμή
και την κάρφωσες
τελεία
στη μέση
της ανυπεράσπιστης
αγκαλιάς

Πάμπος Κουζάλης (μικρό βιογραφικό)




Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για τηλεοπτικές παραγωγές και για θεατρικές παραστάσεις. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. 

Ποιητικές συλλογές: 
  • «ραπτός λόγος» (2003)
  • «ένα» (2011) και 
  • «σχεδόν» (2015)
Έχει εκπροσωπήσει την Κύπρο σε λογοτεχνικά φεστιβάλ στη Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Λιθουανία και Ελλάδα.

περισσότερα: http://www.parakentro.com/kouzalis

Έλεγχος διαβατηρίων / Κουζάλης Πάμπος


Εάν πρέπει να τεθεί σφραγίδα
παρακαλώ
όχι στο χέρι
Μ΄αυτό σβήνω τις μέρες
Θα μου φαίνεται
Εάν πρέπει
θα κλείσω τα μάτια
και σφραγίστε τα

Μνήμες / Κουζάλης Πάμπος


Επικαλύπτονται οι μνήμες
Αμφιπρόσωπες εικόνες
από χέρια πολλά ζωγραφισμένες
Έχω στους ώμους τη βαριά σχολική τσάντα
Παίζω κρυφτό με τη γιαγιά μου
Τρέχει ξοπίσω μου
κρατώντας μια φέτα ψωμί με ζάχαρη
Συνομήλικες οι απορίες μας
Στον εφηβικό καθρέφτη μπροστά
μαζί με τον παππού
στρίβουμε περήφανα τα χνουδωτά μουστάκια
Φοράω παπούτσια αθλητικά
Κάνω άλμα εις μήκος χρόνου
και ντύνομαι γαμπρός
Σκύβω το κεφάλι
τα στέφανα γλυκά να μου φιλήσουν
Σηκώνω το βλέμμα και μου χάνονται
Γίνονται παρανυφάκια με συστολή εφτάχρονη
Με τη λαμπάδα τους φωτίζουνε τα βήματα
να βλέπω να γεράσω

Κέρμα ασφαλείας / Πάμπος Κουζάλης


Με τα παπούτσια μου τα πρώτα
σήμερα θα πάω βόλτα τους γονείς μου
Θα τους κρατάω απ’ το χεράκι
στράτα στρατούλα
Τώρα που μάθαν να ξεχνούν
να τους θυμίσω πώς με μάθανε
να περπατώ
στράτα στρατούλα
Θα τους κεράσω παγωτό
Μιαν αρμαθιά τραγούδια
Κι ένα κέρμα θα τους δώσω
για ώρα ανάγκης
να τους κρατήσει το παιχνίδι ως το τέρμα

Μικρές απαγγελίες / Πάμπος Κουζάλης



Μονήρης και κατηφής Δεκέμβριος
ζητεί Αλκυονίδα μέρα
για φωτερό σκοπό
***
Ζητείται
αποχαιρετιστήριο βλέμμα
σε παραμεθόριο σκίρτημα
για επείγουσα
σιδηρόδρομη αναχώρηση
***
Σοβαρός κύριος
κυρίως μόνος
ζητεί
για μερική απασχόληση
ανεμοχαρή σκέψη
***
Διατίθεται σώμα
ανεπίσκεπτο
σε άριστη κατάσταση
λόγω αιφνίδιας αναχώρησης
της νιότης του
***
Κερδοφόρος μοναξιά
και πόθος ανεκπλήρωτος
έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου 
***
Ραπτομηχανή ζητά επειγόντως
κλωστή μεταξωτή
για προσαρμογές
σε ρούχα που μεγάλωσαν
μακριά απ’ τα σώματά τους

Αύριο / Πάμπος Κουζάλης



Περίοπτα στην προθήκη τους
οκτώ λογιών στεφάνια

Δάφνη ανθισμένη
νικητές
να στέψει αυριανούς
Περίτεχνα πλεγμένη ελιά
και δυο κλαδιά του πεύκου
Δίπλα, της μέθης ο κισσός
και σέλινο του πένθους

Όποιος κρασί θέλει να πιει
ρόδα για τα μαλλιά του
Κι όποιος περνάει απέναντι
παίρνει λευκά λουλούδια
Μα η Αφροδίτη με μυρτιά
τον έρωτα κυκλώνει

Κι εμένα;
Ποιος ξέρει άραγε
τι στεφάνι θα μου ξημερώσει

Ευμετάβλητο / Πάμπος Κουζάλης

Αν εκπέσουν οι υποσχέσεις μου
και το διπλά υποθηκευμένο σώμα
δεν μπορεί τις δόσεις να πληρώσει
θα εκτυπώσω χαρτονόμισμα ολοκαίνουργιο
χωρίς της όψης σου αντίκρισμα κανένα
Θα εξακολουθήσω κοιτάγματα χρυσού
ν’ αποταμιεύω δίχως σου
μέχρι ν’ αποδείξω πως είναι η γη επίπεδη
Αφού τα βλέπω τα μέλη τα πλεούμενα
να μου μακραίνουν στο χείλος του ορίζοντα
και να κατακρημνίζονται στο σκοτεινό αιδοίο του ουρανού

Γέφυρα / Πάμπος Κουζάλης



Αίφνης
αποτραβήχτηκε η όχθη
η μόνιμα αντικρινή
Αμήχανη η γέφυρα
τείνει την παλάμη στο βυθό
Κλείστηκαν όλοι οι πόθοι οι αυτόχειρες
μαργαριτάρια
σε κελύφη σφραγιστά
Ουδείς αποκρίθηκε

Πώς; / Πάμπος Κουζάλης

Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί φιλούσαμε το ψωμί
που είχε πέσει στο πάτωμα;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί μαζεύαμε τα ομορφότερα λουλούδια
για τον επιτάφιο;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί, όταν κάποιος έφευγε ταξίδι,
ρίχναμε πίσω του νερό;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί στρώσαμε τα κρεβάτια μας
πριν φύγουμε κυνηγημένοι απ’ τ’ αλεξίπτωτα
που πέφταν στην αυλή μας;

Ψυγείο / Πάμπος Κουζάλης


Μακρόσυρτα αλυχτίσματα βγαίνουν απ’ το ψυγείο
Ανοίγω την πόρτα απότομα
Απόλυτη σιωπή
Οι ήρωες ασάλευτοι
κρεμασμένοι απ’ το τσιγκέλι
Όσο είχαν αίμα το ’δωσαν
Στο δάπεδο που χόρεψαν
δεν βρίσκω ούτε σταγόνα



Πάμπος Κουζάλης 

Λάσπη / Πάμπος Κουζάλης


Σπίτι από λάσπη
Ναι
Να το λειώνει η βροχή η καλή μου
Να το πλάθω ξανά
Να ντύνομαι πηλό μέχρι τα μάτια
Να γίνομαι το σπίτι μου
Να με λειώνει η βροχή η καλή μου
Να επιστρέφω στη γη
Να ’ρχονται μυρμήγκια μετανάστες
Μαζί τους σε λαβύρινθους πνιγμένος ναυαγός
Ώσπου να ’ρθει άλλη βροχή
καλή μου
να πνίξει όσα δεν είπαμε
στο φως να βγούνε άγουρες
σταγόνες
να ζυμώσω



Ποιητική Συλλογή: ΣΧΕΔΟΝ 

ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ / Πάμπος Κουζάλης


Ετηλεφωνήσαν μου πως σε ηύρασιν
Κάτω που μιαν ελιάν, είπαν μου
τζι ήταν αλλό θκυο στρατιώτες μαζί σου
Δόξα σοι ο Θεός, λαλώ τους
τουλάχιστον ήταν κάτω που το δεντρόν
τζι εν τους έκρουζεν ο ήλιος τόσον τζιαιρόν
Νερόν είχασιν κοντά τους;
Πάμπος Κουζάλης

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Λύκος: του Πάμπου Κουζάλη από την Ποιητική Συλλογή: ΣΧΕΔΟΝ


Μετά τη δύση του ήλιου
αγριεύομαι
Λύκος γυρνώ μέσα στο σπίτι
έγκλειστος
Έξω στην αυλή τσακάλια
καλούν με να συμπορευτώ
Ουρλιάζω ουρλιαχτά μεγάλα
μέχρι κοπώσεως
Ψιθυριστή μια καληνύχτα
μη μ’ ακούσουν
Κι αποκοιμιέμαι

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Σταυρόλεξο : Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή : ΣΧΕΔΟΝ του Πάμπου Καουζάλη

Τρία καθέτως, γράμματα εννιά 
Ελεύθερος 
Πέντε στον ορίζοντα, τραύματα πέντε 
Αγάπη 
Λοξά πέφτει βροχή, τυφλώνει με 
Φως 
Εδώ 
όσο οι λέξεις μου κοιμούνται σταυρωμένες 
θα μείνω

Μετανάστης : Ποίημα από τη Συλλογή: Σχεδόν του Πάμπου Κουζάλη



Κρύψτε με, είπε ο χαρταετός 
και μπόρεσε και χώρεσε 
πίσω από την αρμαρόλλα με τα ασημένια πιρουνάκια 
εκείνα που κρατούνε στιλβωμένη την προσμονή 
για τον γάμο της κόρης που δεν έγινε ποτέ 
Είχε μπει από το παράθυρο 
σπαράζοντας στο κλάμα 
κι ας είχε ένα χαμόγελο στο σώμα ζωγραφιά
 Φύσαγε λυσσασμένα ο άνεμος 
κι έφερε ως την πόρτα μας παιδάκι μια σταλιά 
Το είχε δώσει η μάνα του στου χαρταετού τις βέργες 
και το λευτέρωσε να βρει την τύχη σ’ άλλο τόπο 
Δακρύζει η αλευρόκολλα λυγάνε τα καλάμια σπάει το νήμα 
Βγήκαμε έξω και πιάσε το χεράκι του απαλά μην το τρομάξεις 
μα τι κάνεις εκεί; 
φίλα του τα χείλη ν’ ανασάνει 
τρεμόπαιξε τα μάτια ή μου φάνηκε; 
Βαριανασαίνει ο βοριάς 
σηκώνει το παιδί ψηλά 
και δώσ’ του να χτυπούν το στήθος οι γυναίκες 
σαν να ’τανε το σπλάχνο τους 
που αγγέλου φόρεσε φτερά και ανελήφθη 
Αφήστε τες να το θρηνήσουν 
ψιθύρισε ο χαρταετός 
μην ανεβαίνει άκλαυτο παιδί σ’ άγνωστους ουρανούς 
Σε καθαρό δεφτέρι γράφτηκε, σήμερα ν’ αποστάσει 

Κάλλιο που μου δόθηκε άκληρη να γεράσω 
σκέφτηκε η κόρη ανύπαντρη 
μα ποιου να το μιλήσει

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Τελωνείο / Πάμπος Κουζάλης

-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν' ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων